- φορμοφόρος
- ὁ, Α1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων2. ως κύριο όν. Φορμοφόροιτίτλος κωμωδίας τού Ερμίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορμοφόροις — φορμόφορος porter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμοφόρου — φορμόφορος porter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμοφορώ — έω, Α [φορμοφόρος] είμαι φορμοφόρος*, μεταφέρω πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων … Dictionary of Greek